- υστεροεπιληψία
- η, Νιατρ. υστερικοί σπασμοί που μοιάζουν με επιληψία, από την οποία πρέπει να γίνεται διαφορική διάγνωση, διότι στην υστεροεπιληψία τα αντανακλαστικά και οι αντιδράσεις στα ερεθίσματα στο πάσχον μέρος τού σώματος είναι φυσιολογικά και το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα δεν παρουσιάζει σημαντικές ανωμαλίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hysteroepilepsy < υστερία (< υστέρα) + επιληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.